τροφιμότης

τροφιμότης
τροφ-ῐμότης, ητος, ,
A nutritiousness, Eust.742.24.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τροφιμότης — ητος, ἡ, Μ [τρόφιμος] η ιδιότητα τού τροφίμου, τού θρεπτικού, θρεπτικότητα …   Dictionary of Greek

  • τροφιμότητα — τροφιμότης nutritiousness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”